Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάνω επίσκεψη

  • 1 визит

    визит м η επίσκεψη \визит веж ливости (дружбы) η επίσκεψη φιλοφροσύνης ( φιλίας) на.нести \визит κάνω επίσκεψη отдать \визит ανταποδίδω επίσκεψη
    * * *
    м
    η επίσκεψη

    визи́т ве́жливости (дру́жбы) — η επίσκεψη φιλοφροσύνης (φιλίας)

    нанести́ визи́т — κάνω επίσκεψη

    отда́ть визи́т — ανταποδίδω επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > визит

  • 2 визит

    визит
    м ἡ ἐπίσκεψη [-ις], ἡ βίζιτα:
    делать (наносить) \визит ἐπισκέπτομαι, κάνω ἐπίσκεψη.

    Русско-новогреческий словарь > визит

  • 3 навести

    навести (направить) κατευθύνω· \навести бинокль κατευθύνω τα κιάλια ◇ \навести справки ζητώ πληροφορίες* \навести порядок βάζω τάξη навестить, навещать επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη
    * * *
    ( направить) κατευθύνω

    навести́ бино́кль — κατευθύνω τα κιάλια

    ••

    навести́ спра́вки — ζητώ πληροφορίες

    навести́ поря́док — βάζω τάξη

    Русско-греческий словарь > навести

  • 4 навестить

    = навещать
    επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > навестить

  • 5 проведывать

    проведывать
    несов
    1. (навещать) ἐπισκέπτομαι, κάνω ἐπίσκεψη·
    2. (узнавать) μαθαίνω, ἐξακριβώνω.

    Русско-новогреческий словарь > проведывать

  • 6 проведать

    ρ.σ.μ.
    1. επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη.
    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > проведать

  • 7 приём

    приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза на два \приёма σε δυο δόσεις
    * * *
    м
    1) (гостей, посетителей) η υποδοχή; η δεξίωση ( банкет); η επίσκεψη ( у врача)

    устро́ить приём — κάνω δεξίωση

    2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή
    3) ( способ) ο τρόπος
    4) ( лекарства) η λήψη; η δόση ( доза)

    Русско-греческий словарь > приём

  • 8 обход

    обход
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ γύρα, ἡ περιοδεία:
    делать \обход (о враче) ἡ ἐπίσκεψη γιατρού στους ἀσθενείς· ночной \обход ἡ ἐφοδεία·
    2. (окольный путь) ὁ γύρος, ἡ παράκαμψη:
    идти в \обход а) κάνω γύρο, παρακάμπτω, б) воен. περιπολώ·
    3. воен. ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]· ◊ \обход закона ἡ παράκαμψη νόμου.

    Русско-новогреческий словарь > обход

  • 9 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

См. также в других словарях:

  • ντύνω — 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με ένδυμα ή κάλυμμα, ενδύω ή επενδύω, καλύπτω με επένδυση (α. «ντύσε καλά το παιδί για να μην κρυώσει» β. «τόν έντυσα πολύ βαριά, χωρίς να κάνει κρύο» γ. «συνηθίζω να ντύνω τα βιβλία μου για να μη λερώνονται») 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίζιτα — η (λ. ιταλ.) 1. η επίσκεψη: Κάθε Κυριακή κάνω βίζιτα στους συγγενείς. 2. ο επισκέπτης: Περιμένω βίζιτες. 3. επίσκεψη γιατρού σε άρρωστο, αμοιβή του γιατρού: Ο γιατρός πληρώνεται μεγάλη βίζιτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»